- προδοτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε προδότη: Προδοτική συμπεριφορά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προδοτικός — traitorous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοτικός — ή, ό / προδοτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προδότης] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει ή ανήκει στον προδότη ή στην προδοσία αρχ. φρ. α) «προδοτικαὶ συνθῆκαι» ύπουλες, επίβουλες συνθήκες β) «τὸ προδοτικὸν χρυσίον» τα αργύρια τής προδοσίας, η αμοιβή τού προδότη… … Dictionary of Greek
προδοτικόν — προδοτικός traitorous masc acc sg προδοτικός traitorous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοτικοῦ — προδοτικός traitorous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοτική — προδοτικός traitorous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοτικῶς — προδοτικός traitorous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφιαλτικός — ή, ό (Α ἐφιαλτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εφιάλτη, αποπνικτικός, βασανιστικός, αγωνιώδης, τρομακτικός («εφιαλτικά όνειρα») 2. αυτός που ενεργεί κατά τον τρόπο τού προδότη Εφιάλτη, προδοτικός αρχ. δαιμονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την … Dictionary of Greek
πράκτης — και, ιων. τ., πρήκτης, ὁ, Α 1. πρακτήρ* 2. (ο ιων. τ.) ὁ πρήκτης προδοτικός, άπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα της (πρβλ. φράκ της)] … Dictionary of Greek
προδοτικάς — προδοτικά̱ς , προδοτικός traitorous fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)